ἀναμάρτητος

ἀναμάρτητος
ἀναμάρτητος, ον (s. ἁμαρτάνω; Hdt. [5, 39, 2]+; Musonius 6, 16 H.; Epict. 4, 8, 6; 4, 12, 19; Plut., Mor. 419a; Appian, Liby. 51 §224 πρὸς τ. θεούς; ins [Muratori, Nov. Thes. vet. ins IV, p. 2062, 6 Ναρκίσσῳ τέκνῳ ἀναμαρτήτῳ]; pap; Dt 29:19; 2 Macc 8:4; 12:42; En 99:2; TestBenj 3:8; ApcSed 14:8 p. 136, 11 Ja; EpArist 252; Philo, Mut. Nom. 51; Jos., Bell. 7, 329 πρὸς τ. θεόν Ar. 15:11 [Milne 76, 41]; Just., D. 47, 5 al.; ἀναμαρτῆτως 44, 4) without sin, i.e. not having sinned (Teles p. 55, 13=ἐκτὸς ἁμαρτίας) ὁ ἀ. ὑμῶν J 8:7.—M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀναμάρτητος — making no mistake masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναμάρτητος — η, ο (Α ἀναμάρτητος, ον) [ἁμαρτάνω] 1. αυτός που δεν έχει αμαρτήσει, άμεμπτος, ανεπίληπτος, αγνός 2. αυτός που δεν κάνει ποτέ λάθη, αλάθητος, αλάνθαστος 3. το ουδ. ως ουσ. το αναμάρτητο(ν) η αναμαρτησία* μσν. αυτός που έχει λυτρωθεί από την… …   Dictionary of Greek

  • αναμάρτητος — η, ο αυτός που δεν πέφτει σε αμάρτημα, ο αλάθευτος: Αναμάρτητος είναι μόνο ο Θεός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀναμαρτητότερον — ἀναμάρτητος making no mistake adverbial comp ἀναμάρτητος making no mistake masc acc comp sg ἀναμάρτητος making no mistake neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμαρτητότατον — ἀναμάρτητος making no mistake masc acc superl sg ἀναμάρτητος making no mistake neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμαρτήτως — ἀναμάρτητος making no mistake adverbial ἀναμάρτητος making no mistake masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμάρτητον — ἀναμάρτητος making no mistake masc/fem acc sg ἀναμάρτητος making no mistake neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμαρτήτοις — ἀναμάρτητος making no mistake masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμαρτήτου — ἀναμάρτητος making no mistake masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμαρτήτους — ἀναμάρτητος making no mistake masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναμαρτήτων — ἀναμάρτητος making no mistake masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”